κωνάριο

κωνάριο
το (AM κωνάριον, Μ και κωνάρι[ν]) [κώνος]
1. μικρός κώνος πεύκου ή ελάτου, κουκουνάρι
2. ανατ. ο ενδοκρινής αδένας επίφυση
μσν.
μικρός βολβός κρεμμυδιού, κοκκάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κωνοειδής — (Γεωμ.). Βλ. λ. κώνος (κωνοειδής). * * * ές (Α κωνοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα κώνου, κωνικός («τῆς γῆς σκίασμα κωνοειδές», Διόδ.) αρχ. 1. σύντομος, περιεκτικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κωνοειδές το κωναριο(ν), η επίφυση τού εγκεφάλου. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • επιθάλαμος — Τμήμα του διεγκεφάλου, στο οποίο βρίσκεται η επίφυση ή κωνάριο, το τρίγωνο της ηνίας και ο οπίσθιος σύνδεσμος. Ο ε. έχει άμεση σχέση με το κεντρικό νευρικό σύστημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”